- splanchnocoel
- Биология: спланхноцель, сплахноцель
Универсальный англо-русский словарь. Академик.ру. 2011.
Универсальный англо-русский словарь. Академик.ру. 2011.
splanchnocoel — splanch·no·coel … English syllables
splanchnocoel — noun see splanchnocoele … Useful english dictionary
σπλαγχνόκοιλο — το, Ν βιολ. η κοιλότητα τών σωμιτών στα έμβρυα τών σπονδυλοζώων η οποία στα ανεπτυγμένα άτομα διατηρείται ως περισπλαγχνική κοιλότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. splanchnocoel (< σπλάγχνα + κοίλος)] … Dictionary of Greek